26 Οκτ 2008

«Η Πάτρα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οικονομικές και Κοινωνικές Συνθήκες.
Πολιτική παράδοση

Η εθνική αυτογνωσία είναι για τις ανθρώπινες κοινωνίες, μια υπαρξιακή πολιτισμική σταθερά. Αποτελεί συστατικό στοιχείο του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού τους οργανικό μέρος της ιδιοτροπίας τους. Μάλιστα και προϋπόθεση της ίδιας της εθνικής επιβίωσης. Η ιστορική μνήμη αποτελεί μια από τις βασικές της συνιστώσες που μαζί και με άλλους παράγοντες συνεκφράζουν τη συλλογική αντίληψη που έχει ένα έθνος για τις επιτυχίες που σημείωσε, αλλά και για τα δεινά που υπέστη στη διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής.
Οι σκέψεις αυτές πρυτάνευαν στον ομιλούντα καθ΄όλη τη διάρκεια της συγγραφής αυτής της διαλέξεως, που δεν φιλοδοξεί να γράψει ιστορία, αλλά «ανάγνωση» των συμπερασμάτων της ιστορίας για ένα μόνιμο κίνδυνο κατά του Ελληνισμού. Από διάφορους κάθε φορά επιβούλους, των οποίων τα κίνητρα υπαγορεύονται από ψυχρές γεωπολιτικές / επεκτατικές επιδιώξεις, ώστε να εκμεταλλευτούν τη γεωγραφική θέση της πατρίδας μας, που αποτελεί σταυροδρόμι τριών ηπείρων : της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.
Για εμάς τους Έλληνες, και ιδίως για τους νεότερους, εκείνο που προέχει είναι να αφομοιώσουμε από την ιστορία μας το μήνυμα που μας καταθέτει, ότι δηλαδή το να είσαι Έλληνας έχει ως αντίτιμο τη διαρκή εγρήγορση. Το ίδιο ακριβώς είναι και το αντίτιμο της ελευθερίας και δεν είναι τυχαίο. Η Ελλάδα και η ελευθερία πορεύονται στην Ιστορία κατά τρόπο ενιαίο και αδιαίρετο.
Είναι φαίνεται ιστορικά μοιραίο, όλες οι μεγάλες καταφάσεις στη μακραίωνη διαδρομή του Ελληνισμού, να εκφράζονται με ένα ηχηρό ΟΧΙ. Με μια παραδειγματική άρνηση υποταγής στις δυνάμεις της βίας, της υλικής ισχύος, της ποσοτικής υπεροχής. Που ταυτόχρονα συνιστά έμπρακτη κατάφαση στις αρχές και τις αξίες της ελευθερίας, του αυτοσεβασμού και της εθνικής αξιοπρέπειας.

Το πλαίσιο της 28ης Οκτωβρίου:
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, μέσα από ένα συνδυασμό των παρενεργειών που είχε προκαλέσει σε παγκόσμια κλίμακα η οικονομική κρίση που ακολούθησε το «Κραχ» του 1929, και οι έκδηλες αναθεωρητικές φιλοδοξίες της Γερμανίας, υπό τη διακυβέρνηση του ναζιστικού καθεστώτος που είχε ανέλθει στην εξουσία το 1933, η απειλή του πολέμου έριχνε βαριά τη σκιά της στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο. Η συμπόρευση του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας με τη ναζιστική Γερμανία, καθιστούσε την απειλή αυτή εγγύτερη και απτότερη για την Ελλάδα.Η Ελλάδα, χώρα με κομβική στρατηγική σημασία στην Ευρασία, σταυροδρόμι τριών ηπείρων, βρέθηκε εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο της σύγκρουσης. Η τότε κυβέρνηση του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου υπό τον Ιωάννη Μεταξά, επιχείρησε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους υιοθετώντας μια στάση λεπτών διπλωματικών χειρισμών και αποφυγής της άμεσης εμπλοκής στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό.
Συγκεκριμένα, στην εξωτερική του πολιτική ο Μεταξάς προσπάθησε να συνθέσει την τακτική ουδετερότητα που ακολούθησε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βασιλέας Κωνσταντίνος με την ΑΝΤΑΝΤ-ική στρατηγική του Ελευθερίου Βενιζέλου. Γνωρίζοντας ότι ενέπιπτε στο «ζωτικό χώρο» του ιταλικού ιμπεριαλισμού, ήθελε να οχυρωθεί πίσω από μια συνεργασία με την Αγγλία, που είχε εγγυηθεί την ελληνική ανεξαρτησία, αποφεύγοντας ταυτόχρονα κάθε πρόκληση κατά της Ιταλίας. Ενώ, παράλληλα, προέβαινε στις κατάλληλες ενέργειες πολεμικής προπαρασκευής της χώρας, αλλά και προετοιμασίας της κοινής γνώμης, για να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη κατά τις εκτιμήσεις του ιταλική επίθεση.
Η κατάληψη της Αλβανίας από τα ιταλικά στρατεύματα τον Απρίλιο του 1939, έκρουσε για τη χώρα μας τον κώδωνα του κινδύνου. Η εξέλιξη αυτή, που καθιστούσε πλέον ορατή την Ιταλική απειλή, οδήγησε στην εκ βάθρων αναθεώρηση του αμυντικού δόγματος της Ελλάδας, αλλαγή που αποτυπώθηκε στο σχέδιο ΙΒ (Ιταλία- Βουλγαρία) που συνέταξε το Γενικό Επιτελείο στις 4 Μαϊου 1939. Βάση του σχεδίου αυτού, οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις κατανεμήθηκαν σε δύο αμυντικές γραμμές στα σύνορα της χώρας με την Αλβανία και τη Βουλγαρία. Από το σημείο αυτό και ύστερα ο Μεταξάς αντιμετώπισε αξιοπρεπώς τις συνεχείς ιταλικές προκλήσεις, έχοντας τη βαθιά πεποίθηση ότι οδηγείται σε έναν πόλεμο όπου η νίκη θα στέψει τα βρετανικά όπλα, οπότε μετά το τέλος του θα αποκλειόταν ο ακρωτηριασμός και η κάθε είδους φαλκίδευση του ελληνικού εδάφους. Έτσι, μετά τον τορπιλλισμό του καταδρομικού «Έλλη» από την Ιταλία του Μουσολίνι στις 15 Αυγούστου 1940 στην Τήνο, η χώρα επιτάχυνε την προετοιμασία της να αντιμετωπίσει τη θεωρουμένη ως βεβαία ιταλική επίθεση. Το «Όχι» στον ιταλικό εκβιασμό αποτέλεσε μια φυσική συνέπεια κατάφασης των Ελλήνων στην ίδια την ιστορία τους, καθώς οι Έλληνες εκλήθησαν την 28η Οκτωβρίου 1940 να υπερασπίσουν την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Ελλάδας, σε έναν πόλεμο γνήσια πατριωτικό. Αυτό το μεγάλο «ΟΧΙ» σηματοδοτεί μια από τις λαμπρότερες σελίδες της διαιώνιας ιστορίας μας. Μαζί με το «Μολών Λαβέ» του Λεωνίδα, και «το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη» του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, το «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 πραγματώνει τη συλλογική αντίσταση του λαού μας στις πλέον κρίσιμες ιστορικές στιγμές του και υπερβαίνει τα πρόσωπα που την αποτύπωσαν στην επιγραμματική τους απάντηση.
Οι Έλληνες όφειλαν να υπερασπιστούν άϋλες αξίες και υπερβατικά πιστεύω. Το «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» της προκήρυξης του Υψηλάντη, συνεχιστή του Ομηρικού «αμύνεσθαι περί πάτρης», συσπείρωσε, ένωσε και δυνάμωσε ξανά το έθνος των Ελλήνων. Ήταν προφανές ότι η Ελλάδα είχε διαλέξει τον πιο δύσκολο δρόμο, το δρόμο της θυσίας, που την οδήγησε τελικά στο μεγαλείο. Σε μια σπάνια συγκυρία για το ελληνικό έθνος, οι τελευταίοι μήνες του 1940 βρήκαν τους Έλληνες ενωμένους και δυνατούς. Έχοντας παραμερίσει τις μεταξύ τους αντιθέσεις, οι Έλληνες στάθηκαν οι ακαταπόνητοι και ακαταγώνιστοι υπερασπιστές ενός υπέρτατου εθνικού στόχου.
Οι Έλληνες βγήκαν από τη δοκιμασία αδιαμφισβήτητοι νικητές, γράφοντας το όνομα της χώρας μας με χρυσά γράμματα στην ιστορία. Με την αυτοθυσία, το πείσμα και τη μαχητικότητά τους, καθήλωσαν 27 Ιταλικές μεραρχίες στην Αλβανία και επέκτειναν τα Ελληνικά σύνορα 60 χλμ μέσα στο Αλβανικό έδαφος. «Ποτέ άλλοτε το όνομα της Ελλάδας δεν στάθηκε τόσο ψηλά», θα δήλωνε πολύ εύστοχα στα τέλη του 1940 ο Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, αναγνωρίζοντας την τεράστια σημασία της Ελληνικής νίκης. Και η σημασία της νίκης ήταν τεράστια, γιατί ήταν τόσο ηθική όσο και πρακτική. Διέψευσε πανηγυρικά το θρύλο για το «αήττητο» του Άξονα, μετέβαλε τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του πολέμου, και άφησε περιθώρια ελπίδας για την απαλλαγή από την τεράστια απειλή που είχε ενσκύψει πάνω από την Ευρώπη. Ενθάρρυνε αποφασισμένους και διστακτικούς λαούς προς αντίσταση, κονιορτοποίησε το γόητρο του Μουσολίνι, ενώ καθυστέρησε καταστροφικά την προγραμματισμένη επίθεση του Χίτλερ στην Σοβιετική Ένωση.
Απόσπασμα από την έκθεση του γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα Πρίγκιπα Βίκτωρα Έρμπαχ-Σαίνμπεργκ της 15ης Νοεμβρίου 1940 προς την κυβέρνησή του:
«Οι Ιταλοί με τον παράλογο τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη» άφησαν στους έλληνες δύο μήνες για να προετοιμαστούν. Οι άνδρες που κλήθηκαν υπό τα όπλα έφθαναν το πρώτο πρωϊ της επιστράτευσης στα κέντρα που είχαν ορισθεί σε πυκνές ομάδες. Μπορούσε κανείς να παρατηρήσει απερίγραπτες σκηνές ενθουσιασμού στα κέντρα αυτά, και μάλιστα ενθουσιασμού χωρίς κανένα ίχνος νότιου θεατρινισμού ή συναισθηματικής επιπολαιότητας. Ανάμεσα στους εκατοντάδες που είχαν κληθεί με το χακί, και που τους είδα με τα μάτια μου, μόνον ένα είδα δακρυσμένο. Αποχαιρετούσε τους γονείς του που είχαν έρθει στο στρατόπεδο και έφευγε για το μέτωπο. Ο πατέρας, ένας χωρικός, του έδωσε το χέρι και τον άκουσα να του λέει «μην κλαις. Αποφάσισε ήσυχα ότι θα σκοτωθείς. Αν πεθάνεις, επειδή δεν έχω άλλο παιδί, θα πάρω εγώ τη θέση σου στο μέτωπο».»
Η συμβολή του Ελληνικού «Όχι» προς την Ιταλία στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αναδεικνύοντας τη σημασία του ρόλου της Ελλάδας στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ, λίγες μόλις εβδομάδες πριν την κατάρρευση του Γ΄ Ράϊχ, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ανασκόπησης της όλης πολιτικής του, υπαγορεύει στον ιδιαίτερο γραμματέα του Μάρτιν Μπόρμαν, μεταξύ των άλλων, και τα εξής: «Οι Ιταλοί είχαν το θάρρος να ριχτούν, χωρίς να ζητήσουν τη συμβουλή μας, και χωρίς να δώσουν προηγούμενη προειδοποίηση για τους σκοπούς τους, σε μια άσκοπη εκστρατεία στην Ελλάδα. Οι ντροπιασμένες ήττες που έπαθαν έκαναν μερικά Βαλκανικά κράτη να μας βλέπουν με οργή και περιφρόνηση. Εδώ, και πουθενά αλλού, βρίσκονται οι αιτίες της σκλήρυνσης της στάσης της Γιουγκοσλαβίας και της μεταστροφής της την άνοιξη του 1941. Αυτό μας υποχρέωσε, αντίθετα με όλα τα σχέδιά μας να επεμβούμε στα Βαλκάνια και αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μια καταστρεπτική καθυστέρηση, στην εξαπόλυση της επίθεσής μας εναντίον της Ρωσίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: